πολυκύμαντος

πολυκύμαντος
-η, -ο / πολυκύμαντος, -ον, ΝΜ
νεοελλ.
πολυτάραχος, περιπετειώδης (α. «πολυκύμαντη σταδιοδρομία», β. «πολυκύμαντος βίος»)
μσν.
αυτός που κυματίζει πολύ, που έχει πολλά κύματα («πολυκύμαντος θάλασσα», Άννα Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κύμαντος (< κυμαίνω), πρβλ. α-κύμαντος, ευ-κύμαντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυκύμαντος — η, ο 1. αυτός που έχει πολλά κύματα, ο ταραγμένος: Πολυκύμαντη θάλασσα. 2. μτφ., πολυτάραχος, περιπετειώδης: Πολυκύμαντη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεικύμαντος — η, ο και ος, ο (Μ ἀεικύμαντος, ον) ο αδιάκοπα ταρασσόμενος από τα κύματα, πολυκύμαντος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + κυμαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυκύμων — (I) ύκυμον, Α πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)]. (II) ύκυμον, Α καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα… …   Dictionary of Greek

  • Γρίβας, Θεοδωράκης — (Πρέβεζα 1797 – Μεσολόγγι 1862). Ο πολυκύμαντος βίος του καλύπτει μία πολεμική δράση σε ολόκληρη την περίοδο των αγώνων της ανεξαρτησίας, ενώ η ανάμειξή του στα μετεπαναστατικά κινήματα ήταν πρωταγωνιστική, είτε καταπνίγοντάς τα (π.χ. εξέγερση… …   Dictionary of Greek

  • τρικυμιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. φουρτουνιασμένος, κυματώδης: Τρικυμιώδες πέλαγος. 2. περιπετειώδης, πολυτάραχος, πολυκύμαντος: Έζησε τρικυμιώδη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”